- πνευματιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον πνευματισμό: Πνευματιστικές συγκεντρώσεις. – Πνευματιστικές συζητήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πνευματιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek